- κιθαρῳδικοῦ
- κιθαρῳδικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαρχείο — το (Α ἐπαρχεῑον) [έπαρχος] νεοελλ. δημόσιο κτήριο όπου εδρεύει ο έπαρχος αρχ. 1. το διαμέρισμα μιας επικράτειας που διοικεί ο έπαρχος, επαρχία 2. στον πληθ. τὰ ἐπαρχεία τα μέρη τού κιθαρωδικού νόμου … Dictionary of Greek
κατάτροπος — κατάτροπος, ον (Α) [κατατρέπω] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τα κάτω, που έχει τροπή προς τα κάτω («κατάτροπον κάταντες», Ησύχ.) 2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κατάτροπα (ειδ. στη μουσ.) (κατά τον Πολυδ.) μέρη τού κιθαρῳδικού νόμου … Dictionary of Greek
κατατροπή — κατατροπή, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. κατατροπά, ά) [κατατρέπω] μσν. πόρος, διέξοδος, διαφορετική κατεύθυνση για έξοδο υγρού («παντοῡ μὴ ἔχον πόρον ἢ καί τινα κατατροπὴν εἰς τὸ νερὸν ἐκστάζειν», Βέλθανδρ.) αρχ. 1. (στον δωρ. τ.) ά κατατροπά ονομασία ενός… … Dictionary of Greek
μετακατατροπή — μετακατατροπή, δωρ. τ. μετακατατροπά, ἡ (Α) [κατατροπή] μέρος τού κιθαρωδικού νόμου … Dictionary of Greek
μεταρχή — και δωρ. τ. μεταρχά, ἡ (Α) μέρος τού κιθαρωδικού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρχή (πρβλ. κατ αρχή, υπ αρχή)] … Dictionary of Greek